του Στεφ. Β. Αναγνώστου
Μπορεί τα κόμματα που μετέχουν στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου, να καταθέσουν στην Ολομέλεια της Βουλής το δικό του πόρισμα το καθένα για την υπόθεση αυτή, ωστόσο...
εκτιμάται ότι τα όσα θα αναφέρονται σ αυτά μάλλον θα είναι επηρεασμένα από τις ενδεχόμενες, θεμιτές ως ένα βαθμό, επιδιώξεις των κομμάτων, τα οποία, δεν είναι και υποχρεωμένα να τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια τους ισχύοντες κανόνες δικαίου αλλά και τους κανόνες της δεοντολογίας που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα πόρισμα μιας κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής. Αλλωστε οι βουλευτές δεν μπορούν να δικάσουν κανένα και γι αυτό τον λόγο υπάρχουν οι δικαστές.
Ετσι ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των πέντε (5) πορισμάτων που θα εκδώσουν οι βουλευτές των 5 κομμάτων που μετέχουν στην εξεταστική επιτροπή για το Βατοπαίδι, η εφημερίδα μας, ακριβώς λόγω της επικαιρότητας του ζητήματος και με στόχο την πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών μας, παραθέτει στη συνέχεια το «ιστορικό» της υπόθεσης αυτής, η οποία, επί της ουσίας είναι μια «δικαστική διαμάχη» μεταξύ της Μονής Βατοπαιδίου και του Ελληνικού Δημοσίου, που ξεκίνησε το …1922!
Δηλαδή πρίν από 88 χρόνια και μάλλον θα κρατήσει για πολλά ακόμη χρόνια, μετά την εισαγγελική έρευνα που ήδη έχει διαταχθεί και διεξάγεται αλλά και την ακύρωση των τριών υπουργικών αποφάσεων του 1999, 2002 και 2003, με απόφαση που έλαβε η προηγούμενη Κυβέρνηση της Ν.Δ. ακυρώνοντας την πώληση του ακινήτου του Ολυμπιακού χωριού, που αντάλλαξε με την παραλίμνια περιοχή της Βιστωνίδας η Μονή Βατοπαιδίου, σε κυπριακή εταιρία… Και την οποία ανακάλεσε με εν συνεχεία απόφασή της η νέα Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ…
Μελετώντας τα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης της συγκεκριμένης Μονής του Αγίου Όρους, δεδομένου ότι υπάρχουν εκατοντάδες και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις με άλλες Μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες έχουν τελικά δικαιωθεί από τα δικαστήρια και το Δημόσιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις με κορυφαία την περίπτωση της έκτασης στην Σκύρο, όπου για να εγκατασταθεί το Αιολικό πάρκο, μια Μονή του Αγίου Όρους εισέπραξε αποζημίωση από την ΔΕΗ.
Ετσι στο πλαίσιο της κατά το δυνατόν πληρέστερης ενημέρωσης πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
Μετά την απελευθέρωση της Θράκης, η Μονή Βατοπαιδίου κατέθεσε την 1-5-1922 «διεκδικητική αγωγή» Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του Ελληνικού Δημοσίου, διεκδικώντας την ιδιοκτησία της λίμνης Βιστωνίδας και των ιχθυοτροφείων της, επικαλούμενη τίτλους κυριότητας που προέρχονταν από το Βυζάντιο( Χρυσόβουλα, Πατριαρχικά Σιγίλλια)
Η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε καθώς οι δύο πλευρές επέλεξαν «συμβιβαστική λύση», η οποία αποτυπώνεται στο Πρακτικό της λεγόμενης «Ιεράς Συνάξεως» ΚΕ/ 21-3-1924 εξουσιοδοτώντας τον Μοναχό Ιγνάτιο Βατοπαιδινό να υπογράψει την συμφωνία με το Δημόσιο, με την οποία οριζόταν ρητά ότι η λίμνη της Βιστωνίδας και τα ιχθυοτροφεία της νήσου Μπουρού επανερχόταν στο Βατοπαίδιο, ενώ από την πλευρά της η Μονή Βατοπαιδίου παραχωρούσε στο Ελληνικό Δημόσιο εκτάσεις δύο Μετοχίων στην Χαλκιδική, του Αγίου Μάμαντος και του Σοφουλάρ. Μάλιστα για να υλοποιηθεί αυτή η συμφωνία εκδόθηκε το από 8/10-4-1924 Ν.Δ(ΦΕΚ Α 82/10-4-1924) με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε ο υπουργός Γεωργίας να υπογράψει την συμφωνία του συμβιβασμού από πλευράς Ελληνικού Δημοσίου και να κλείσει το όλο θέμα.
Ο τότε υπουργός Γεωργίας, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ παρέλαβε τις εκτάσεις των δύο Μετοχίων που αναφέρονταν στον συμβιβασμό, δεν υπέγραψε απόφαση για να επανέλθει η ιδιοκτησία της Βιστωνίδας και των Ιχθυοτροφείων στη Μονή Βατοπαιδίου.
Η Μονή Βατοπαιδίου, προσέφυγε τότε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το οποίο με την απόφαση 41 του 1929 είπε ότι ο υπουργός Γεωργίας ήταν υποχρεωμένος να υπογράψει την συμφωνία του συμβιβασμού με την Μονή Βατοπαιδίου.
Στις 4-5-1930 υπεγράφη η υπ αρίθμ 2343 σύμβαση μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Μονής Βατοπαιδίου και το Βατοπαίδι παραιτήθηκε α) από την διεκδίκηση ενοικίου για τις κατεχόμενες από το Δημόσιο εκτάσεις των δύο Μετοχίων που είχε παραχωρήσει στο δημόσιο, β) από την αγωγή που είχε καταθέσει το 1922 περί διεκδικήσεως της λίμνης και δεσμεύθηκε να καταβάλλει στο Δημόσιο κάθε χρόνο το 60% των καθαρών εσόδων από την λίμνη, εφόσον το καθαρό έσοδο που θα παρέμενε στη Μονή ανέρχεται σε 1 εκατ. δρχ.
Από την πλευρά του το Δημόσιο απέδωσε στη Μονή Βατοπαιδίου στην αποκλειστική κατοχή της λίμνης Μπουρού με τα ιχθυοτροφεία της και τις εγκαταστάσεις και τα παραρτήματα.
Στη συνέχεια με σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων (Αναγκαστικός Νόμος 16/1935 και Βασιλικό Διάταγμα της 7-8-1940, καταργήθηκαν οι όροι της προαναφερθείσης σύμβασης μεταξύ Δημοσίου και Βατοπαιδίου.
Το 1941 με το Ν.Δ 272/41, με το οποίο έγινε «αυθεντική ερμηνεία» του από 8/10-4-1924 Ν.Δ. με το οποίο οριζόταν ότι με εκείνο το νομοθέτημα του 1924 αναγνωρίσθηκαν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στην «εν Πορτολάγω της Ξάνθης Λίμνης Μπουρού, μεθ απάντων των ιχθυοτροφείων αυτής, με τα ανέκαθεν γνωστά τούτων όρια, υφιστάμενα δυνάμει χρυσοβούλλων απαράγραπτα δικαιώματα κυριότητας της Μονής. Επίσης με το Διάταγμα αυτό ακυρώθηκε και η συμφωνία 2343 της 4ης Μαΐου 1930 που έγινε στον Συμβολαιογράφο Αθηνών Διονύσιο Ιατρίδη. Επίσης με αυτόν τον νόμο καταργήθηκε και ο από 16/19 Νοεμβρίου 1935 αναγκαστικός νόμος καθώς και το Β.Δ της 7/16 Αυγούστου 1940.
Το 1945 με τον Α.Ν. 476/1945 το Ν.Δ. 271 καταργήθηκε, πλήν όμως το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας στα πλαίσια της αναγνωρίσεως της κυριότητας της Μονής Βατοπαιδίου επί της λίμνης Βιστωνίδας επανήλθε την ερμηνεία του Διατάγματος του 1924, καθώς η Μονή από το 1990, που επανδρώθηκε, ξαναδιεκδίκησε την κυριότητα της λίμνης, ζητώντας την αποκατάσταση των πραγμάτων σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του διατάγματος του 1924, με την έκδοση σχετικής υπουργικής αποφάσεως.
Το Ν.Σ.Κ. που ασχολήθηκε με το θέμα, χωρίς να εξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης καθώς θεώρησε ότι λόγω των νομοθετικών παρεμβάσεων που έγιναν είχε αποδυναμωθεί η σύμβαση του 1924, γνωμοδότησε τελικά ότι μπορεί να γίνει η παραχώρηση της αποκλειστικής διαχειρίσεως της λίμνης Βιστωνίδας στη Μονή Βατοπαιδίου, αλλά μόνο με διάταξη νόμου και όχι με υπουργική απόφαση. Τέτοια διάταξη νόμου ποτέ δεν ψηφίσθηκε.
Ωστόσο η Μονή επιμένει και προχωρεί στην κατάθεση νέων διεκδικητικών αγωγών που αφορούν διάφορες εκτάσεις πέριξ της λίμνης Βιστωνίδας αλλά και την λίμνη. Ετσι το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων, το οποίο επελήφθη των σχετικών αιτημάτων της Μονής εκδίδει τις ακόλουθες Γνωμοδοτήσεις που γίνονται «αποδεκτές» από τους αρμοδίους υπουργούς Οικονομικών, με την ακόλουθη χρονική σειρά:
α) Στις 3-12-1998 το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο γνωμοδοτεί(Γνωμοδότηση υπ αρίθμ 26) «υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί της Νησίδας Αντά-Μπουρού περιοχής λίμνης Βιστωνίδας Ν.Ξάνθης».
Η γνωμοδότηση αυτή έγινε αποδεκτή με την υπ αρίθμ 100690/610/Α0010/5.2.99 απόφαση του υπουργού Οικονομικών.( υφυπουργός Γ. Δρύς).
β) Στις 18-7-2002 το ίδιο όργανο με την υπ αρίθμ 17 γνωμοδότηση, γνωμοδοτεί «υπέρ τη μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί των τοπογραφημένων παραλιμνίων εκτάσεων εμβαδού 25.000 στρεμμάτων και των δύο νησίδων Αγίου Νικολάου και Παναγίας Παντάνασσης στη λίμνη Μπουρού περιοχής Ξάνθης, ανηκουσών τούτων εξ ολοκλήρου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Ορους, όπως απεικονίζονται στο από 21.12.2001 τοπογραφικό διάγραμμα»…
Η γνωμάτευση αυτή έγινε αποδεκτή με την υπ αριθμ. 1064.538/5928/5.8.2002 απόφαση του υπουργού Οικονομικών. Υφυπουργός Απ.Φωτιάδης)
γ) Στις 29-11-2002 η υπ αρίθμ 46 γνωμοδότηση του προαναφερθέντος Συμβουλίου γνωμοδοτεί «υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του ελληνικού Δημοσίου επί της λίμνης Βιστωνίδας (λίμνη Μπουρού-ιχθυοτροφείο Αγίων Θεοδώρων(σημερινό Αγίου Νικολάου-Νταλιάνη), των οχθών αυτής στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, οποίας έκτασης και αν είναι αυτή ανηκούσης εξ ολοκλήρου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους»
Και η γνωμοδότηση αυτή έγινε αποδεκτή με την υπ αρίθμ. 1051266/10611/Α0010/ΠΕ/4.6.2002.( υφυπουργός Απ. Φωτιάδης)
Στις 25–6-2003 η Κτηματική Υπηρεσία Ξάνθης με σχετικό Πρωτόκολλο Παραλαβής και Παράδοσης, παρέδωσε στη Μονή Βατοπαιδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ΑΝ1539/38 «την λίμνη Μπουρού μετά των οχθών αυτής, όποιας έκτασης και αν είναι».Πράγμα που σημαίνει ότι το Δημόσιο αναγνώρισε την ιδιοκτησία της λίμνης Βιστωνίδας στην Μονή Βατοπαιδίου, η οποία μάλιστα είχε σπεύσει να ολοκληρώσει την διαδικασία με την προβλεπόμενη εγγραφή στο Υποθηκοφυλακείο της Περιοχής.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης και του οποίου ο Πρόεδρος κ. Αθ. Ξυνίδης με αναφορά του προς το υπουργείο Οικονομικών στις 22-10-2003 ζήτησε την επανεξέταση των τριών γνωμοδοτήσεων που προαναφέρθηκαν. Στις 30-10-2003 δόθηκε η υπ αρίθμ 9983/30.10.03 εντολή του υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για ‘’επανεισαγωγή της υπόθεσης στο γνωμοδοτικό συμβούλιο’’.
Το γνωμοδοτικό συμβούλιο με την υπ αρίθμ 26 γνωμοδότησή του της 20-5-2004 γνωμοδότησε ότι «δεν συντρέχει νόμιμος λόγος επανεξέτασης των με αριθμό 26/3.12.98, 17/18.7.2002 και 46/28.11.2003 γνωμοδοτήσεων του παρόντος συμβουλίου» απορρίπτοντας δηλαδή το σχετικό αίτημα της επανεξέτασης της υπόθεσης. Η γνωμοδότηση αυτή έγινε αποδεκτή με την υπ αρίθμ 1046300/3944/Α0010/7-6.2004 απόφαση του υπουργού Οικονομικών.
Στο μεταξύ όμως η Μονή Βατοπαιδίου στις 15 –1- 2003 είχε καταθέσει αναγνωριστική αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης (Κομοτηνή) διεκδικώντας έκταση 27.044,50 στρεμμάτων στην οποία περιελαμβάνοντο παραλίμνιες εκτάσεις της Βιστωνίδας, οι νησίδες Αντά Μπουρού, Αγίου Νικολάου, Παναγίας Παντάνασσας και ήταν αποτυπωμένες σε τοπογραφικό της 25-10-2002. Η συζήτηση της υπόθεσης είχε ορισθεί για τις 5-11-2003.
Κατά την συζήτηση της υπόθεσης στις 5-11-2003 το Δημόσιο επρότεινε το απαράδεκτο της αγωγής «λόγω της προηγούμενης διοικητικής αναγνώρισης» Δηλαδή ότι η αγωγή της Μονής Βατοπαιδίου δεν είχε αντικείμενο αφού οι ζητούμενες εκτάσεις της είχαν δοθεί και μάλιστα με υπογραφή Πρωτοκόλλου παράδοσης και Παραλαβής.
Στη συνέχεια το Δημόσιο με το υπ αρίθμ 3058/17.6.2004 Πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αποφάσισε να συμφωνήσει με την Μονή Βατοπαιδίου σε μια κοινή δήλωση προς το Δικαστήριο περί μη έκδοσης αποφάσεως επί της συζητηθείσης αγωγής, στηριζόμενο στα ακόλουθα δεδομένα:
- Στις από τον Μάρτιο του 1922 και τον Ιανουάριο του 1923 γνωμοδοτήσεις των τακτικών καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών και νομομαθών που τις υπογράφουν και με βάση τις οποίες η ιδιοκτησία της λίμνης Βιστωνίδας ανήκε στην Μονή Βατοπαιδίου
- Στο άρθρο 51 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα με το οποίο αναγνωρίζεται ο τρόπος απόκτησης κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος που ίσχυε πριν την εισαγωγή του Α.Κ, σε 4 χρυσόβουλους αυτοκρατορικούς λόγους των ετών 1080, 1329,1357 και 1371.
- Στην απόφαση 199/1855 του Αρείου Πάγου, με την οποία ορίζεται ότι «η διά της βίας γενομένη κατάληψη της λίμνης παρά του Σουλτάνου κατά το έτος 1821 δεν αποτελεί τίτλο κτήσεως κυριότητος του Οθωμανικού Δημοσίου και διαδοχικά του Βουλγαρικού και τέλος του Ελληνικού Δημοσίου»και
- Στην Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο σε εκτέλεση του Ν.Δ του 1924 επεχρεούτο να μεταβιβάσει στην Ιερά Μονή την κυριότητα της λίμνης Βιστωνίδας και ότι η υπογραφείσα σύμβαση του 1930 ήταν μη νόμιμη, καθώς δέχθηκε ότι η κυριότητα της Μονής Βατοπαιδίου επί της λίμνης προστατευόταν από το άρθρο 17 του Συντάγματος (17 του Συντάγματος του 1952 και 19 του Συντάγματος του 1927).
ΕΦΗΜ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου